- φασιστόμουτρο
- το, Ν(με υβριστική σημ.) φασίστας.[ΕΤΥΜΟΛ. < φασίστας + μούτρο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φασιστόμουτρο — το (υβριστικά) ο φασίστας (βλ. λ.): Κατηγορούμενοι στη δίκη είναι γνωστά φασιστόμουτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)